εξαιρετικότητα

εξαιρετικότητα
[-ης (-ητος)] η исключительность, необыкновенность; чрезвычайность; экстраординарность

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εξαιρετικότητα" в других словарях:

  • εξαιρετικότητα — η η ιδιότητα, το γνώρισμα τού εξαιρετικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξαιρετικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Π. Ι. Ραυτόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • εξαιρετικότητα — η η σπανιότητα, η μοναδικότητα, η εξαιρετική φύση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατεξαίρετος — κατεξαίρετος, ον (AM) το ουδ. ως ουσ. τὸ κατεξαίρετον η εξαιρετικότητα, η μοναδικότητα αρχ. εξαιρετικός, μοναδικός …   Dictionary of Greek

  • χαρακτήρας — Παραγόμενη από το χαράσσω, σκαλίζω, η λέξη χ., στη φιλοσοφία και στην ψυχολογία, σημαίνει το τυπικό αποτέλεσμα, στην ατομική περίπτωση –που πάντα αλλάζει, αλλά ωστόσο έχει σταθερότητα και συνέπεια– της διαπλαστικής επίδρασης παραγόντων, που… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»